- ὑπούλῳ
- ὕπουλοςextending inwardsmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπουλώ — έω, Μ [ύπουλος] παθ. ὑπουλοῡμαι, έομαι γίνομαι όργανο, κατάσκοπος κάποιου … Dictionary of Greek
ὑπούλωι — ὑπούλῳ , ὕπουλος extending inwards masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρώγω — ((AM κατατρώγω) (επιτ. τ. τού τρώγω) 1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς 2. καταβροχθίζω 3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τόν κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.) 4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek